- εἰλοῦμαι
- εἴλωshut inpres ind mp 1st sg (attic epic doric)εἰλέωpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπειλούμαι — έομαι, Α 1. χώνομαι από κάτω, σέρνομαι από κάτω 2. (για επίδεσμο) περνιέμαι από κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἰλοῦμαι «συστρέφομαι, περιτυλίσσομαι, συστέλλω, μαζεύω το σώμα μου»] … Dictionary of Greek